Το δοκίμιο του Civil Disobedience εκδόθηκε πρώτη φορά το 1849, σε μια εποχή που η δουλεία σε πολλές από τις Πολιτείες ακόμα εφαρμοζόταν, ενώ η χώρα είχε εμπλακεί σε έναν αιματηρό πόλεμο εδαφών με το γειτονικό Μεξικό. Εκεί, ο Thoreau, ένθερμος θιασώτης της ανθρώπινης ελευθερίας, υποστήριξε πως οι πολίτες όφειλαν να εμποδίζουν τις κυβερνήσεις από το να ακυρώνουν ή να ατροφούν τις πολιτικές τους συνειδήσεις καθιστώντας τους μέσω αυτού φορείς αδικίας. Η αποστροφή του στο θεσμό της δουλείας και της κρατικής παρέμβασης διαπνέει ολόκληρο το προαναφερθέν δοκίμιο. Περισσότερες όμως παράλληλες με το σήμερα θα μπορούσαν να ανευρεθούν και σε ένα λιγότερο προβεβλημένο σημείο του έργου, όπου ο συγγραφέας πραγματεύεται τη φύση της ψήφου και τον ρόλο του πολιτικά ενεργού ατόμου: Ο ίδιος στήριζε πως η όποια μεταρρύθμιση έπρεπε να εκκινεί από το άτομο, ερχόμενος σε σύγκρουση με τους κοινωνικούς μεταρρυθμιστές της εποχής, θεωρώντας μάλιστα πως οι απόψεις τους ήταν εξίσου ενοχλητικές με τις κυβερνητικές πρακτικές καθεαυτές.
Αφορμή παρουσίασης του Henry Thoreau αποτέλεσαν πρόσφατες συζητήσεις με φίλους και συγγενείς, οι οποίοι εσχάτως δηλώνουν μάλλον χαλαροί ως προς το τι και με ποια κριτήρια θα ψηφίσουν. Παρατηρώ ακόμα και από αξιόλογα άτομα, την πορεία των οποίων κατά τα λοιπά εκτιμώ, να δηλώνουν πως θα ψηφίσουν το μικρότερο κακό, ουσιαστικά απαξιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αξία της συμμετοχής τους στα κοινά. Το δίδαγμα που έρχεται από την Αμερική του 1849 είναι ηχηρό και αξίζει σήμερα – όσο ποτέ ίσως – να προσφεύγουμε σε αυτό, προκειμένου να εμπνεόμαστε και να το ενσαρκώνουμε με την στάση μας ως ενεργοί πολίτες.
Παραθέτω αυτούσια την ενδέκατη παράγραφο από το On the Duty of Civil Disobedience, αποφεύγοντας στην παρούσα φάση να τη μεταφράσω ή σχολιάσω, αποστερώντας την ίσως έτσι από το πρωταρχικό της βάρος:
§11 All voting is a sort of gaming, like checkers or backgammon, with a slight moral tinge to it, a playing with right and wrong, with moral questions; and betting naturally accompanies it. The character of the voters is not staked. I cast my vote, perchance, as I think right; but I am not vitally concerned that that right should prevail. I am willing to leave it to the majority. Its obligation, therefore, never exceeds that of expediency. Even voting for the right is doing nothing for it. It is only expressing to men feebly your desire that it should prevail. A wise man will not leave the right to the mercy of chance, nor wish it to prevail through the power of the majority. There is but little virtue in the action of masses of men. When the majority shall at length vote for the abolition of slavery, it will be because they are indifferent to slavery, or because there is but little slavery left to be abolished by their vote. They will then be the only slaves. Only his vote can hasten the abolition of slavery who asserts his own freedom by his vote.