Στις 5 Αυγούστου ο πρόεδος των ΗΠΑ G. W. Bush έθεσε σε εφαρμογή νόμο που τροποποιούσε την Foreign Intelligence Surveillance Act (FISA) του 1978. Με τη νέα νομοθετική ρύθμιση καθίσταται πλέον νόμιμη η παρακολούθηση διεθνών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και e-mails, ακόμα και όταν ένας από τους συνομιλούντες είναι αμερικανός πολίτης βρισκόμενος σε αμερικανικό έδαφος, εφόσον η υποκλοπή εξυπηρετεί σκοπούς διεθνούς αντικατασκοπείας και ο έτερος συμμετέχων βρίσκεται εκτός αμερικανικού εδάφους.
Ο νόμος δεν προϋποθέτει ούτε εισαγγελική εντολή ούτε καν βάσιμη υποψία πως ο παρακολουθούμενος στόχος συνδέεται με τρομοκρατικά δίκτυα, παρέχοντας έτσι μία ευρύτατα και δύσκολα ελέγξιμη διακριτική ευχέρεια στην αμερικανική αντικατασκοπεία.
Ουσιαστικά, ο πρόσφατος αυτός νόμος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πανηγυρική νομιμοποίηση του προγράμματος μυστικών παρακολουθήσεων πολιτών, που ο λευκός οίκος έτρεχε από την πίσω πόρτα ήδη από το 2002. Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση πάντως είναι η προθυμία πολλών δημοκρατικών γερουσιαστών και συγκλητικών να στηρίξουν μια νομοθετική τροποποίηση αμφιβόλου ηθικής και συνταγματικότητας. Χωρίς τη συνδρομή τους ο νόμος δε θα περνούσε και προβληματίζει το ότι οι ενστάσεις τους πριν την τροποποίηση εξαντλούνταν στο οτι οι παρακολουθήσεις αυτές βρίκονταν σε αντίθεση με τις τότε προβλέψεις της FISA και όχι με αυτές της Αμερικανικής Χάρτας Δικαιωμάτων.
Το γεγονός αυτό δεν τιμά φυσικά ούτε τη ρεπουμπλικανική ηγεσία, η οποία κραδαίνοντας τον κίνδυνο ενός νέου τρομοκρατικού χτυπήματος ουσιαστικά εξεβίασε και πέτυχε μία προβληματική νομοθετική πράξη, ούτε όμως και τους δημοκρατικούς, οι οποίοι ενέδωσαν και μάλιστα επιδεικνύοντας μία εντυπωσιακή πρεμούρα... προφανώς φοβούμενοι πως θα κατηγορούνταν ως λιγότερο πατριώτες, ακόμα και ως εθνικοί μειοδότες.
Τι σημαίνει όμως αυτό για το καθεστώς των ατομικών δικαιωμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες; Η ζημιά κατά πως φαίνεται δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο πιθανώς εμφανίζεται από εγχώριους και υπερατλαντικούς επικριτές. Όπως υποστηρίζει σε πρόσφατη αρθογραφία του στους Financial Times ο Geoffrey Stone, καθηγητής νομικής στο University of Chicago, η πρόσφατη αυτή οπισθοδρόμιση πρέπει να ειδωθεί εντός ολόκληρου του ιστορικού της context: Πολλές φορές λοιπόν στο παρελθόν η αμερικανική πολιτική ηγεσία είχε βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να περιστείλει τις ατομικές ελευθερίες χωρίς όμως κάτι τέτοιο να πληγώσει ανεπανόρθωτα το αμερικανικό φιλελεύθερο ιδεώδες.
Χαρακτηριστικά, το 1798 οι οπαδοί της Ομοσπονδίας χρησιμοποίησαν μία σε μεγάλο βαθμό κίβδηλη απειλή γαλλικής εισβολής προκειμένου να περάσουν την Sedition Act του 1798, η οποία καθιστούσε έγκλημα την άσκηση κριτικής κατά του προέδρου, του κονγκρέσσου ή της κυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου ο πρόεδρος Abraham Lincoln σε οχτώ διαφορετικές περιπτώσεις ανέστειλε το δικαίωμα του habeas corpus και το κογκρέσσο προσέτρεξε χωρίς ενδοιασμούς να εγκρίνει τις πράξεις του. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ο W.Wilson εξώθησε μαζικά το κονγκρέσσο να ενεργοποιήσει την Sedition Act του 1918, η οποία ποινικοποιούσε την κριτική ενάντια στον πόλεμο, τη στρατολογία, τη σημαία, τη στολή ή την κυβέρνηση. Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο πάλι το Κονγκρέσσο επικύρωσε ελαφρόκαρδα την απόφαση του προέδρου Franklin D. Roosevelt να εγκλείσει, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφαλείας, 120.000 άτομα ιαπωνικής καταγωγής, το ένα τρίτο των οποίων ήταν και πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών. Λίγα χρόνια αργότερα, στο αποκορύφωμα του μακκαρθισμού, ένα υστερικό Κονγκρέσσο ενεργοποιούσε την McCarran Act του 1950, μια από τις σοβαρότερες επιθέσεις στην ελευθερία έκφρασης και συνένωσης στην αμερικανική ιστορία.
Παρόλο όμως το βαρύτατο ιστορικό περιστολής των ατομικών ελευθεριών, η σημερινή τους κατάσταση εμφανίζεται εντυπωσιακά σταθερή και δυνατή! Ενώ σήμερα η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση έχοντας ανά τον κόσμο ανοικτά και αιματηρά πολεμικά μέτωπα, πουθενά δεν παρατηρείται εγκλεισμός αμερικανών μουσουλμάνων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αναστολή του habeas corpus για αμερικανούς πολίτες ή απαγόρευση της κριτικής ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ. Μπορεί αυτά να μας φαίνονται κεκτημένα και αυτονόητα, όμως αν το σκεφτούμε λίγο καλύτερα θα διαπιστώσουμε πως η κρατική επέμβαση στην ατομική σφαίρα των πολιτών μετά την 11η Σεπτεμβρίου υπήρξε μάλλον μετριοπαθής και περιορισμένη. Και αυτό τη στιγμή που ο πειρασμός ήταν και παραμένει μεγάλος.
Η παραπάνω εγκράτεια οφείλεται, πάντα σύμφωνα με τον κο Geoffrey Stone, σε δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, οι αμερικάνοι εκλαμβάνουν τις ατομικές τους ελευθερίες ως μέρος του ειδυλλίου τους με την Αμερική. Επομένως παρόλο που είναι ακόμα πρόθυμοι να κάνουν ασύνετες θυσίες στην προσπάθεια τους να περιφρουρήσουν την εθνική τους ασφάλεια, η ευαισθησία τους απέναντι στις θυσίες αυτές είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Έπειτα, ομάδες πίεσης όπως η American Civil Liberties Union παίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κανόνων συζήτησης. Με την σθεναρή τους αντίσταση ακόμα και σε ήπιους περιορισμούς της κυβέρνησης, έχουν κατορθώσει να την αποτρέψουν από το να αποτολμήσει δραστικότερα μέτρα περιστολής των ελευθεριών. Ο αμερικανικός λαός έχει ευαισθητοποιηθεί πλέον και συζητάει τέτοια θέματα ανοικτά, θέτοντας τα χωρίς κάποιο σύμπλεγμα στον διάλογο προεδρικής διαδοχής και απαιτόντας συνεπή και διάφανη στάση εκ μέρους των κυβερνώντων.
Η σχετικά πρόσφατη αναθεώρηση της Fisa πέραν τών οποιων αρνητικών πλευρών της μας δείχνει λοιπόν και την εξής θετική και διαχρονική πλευρά: πως στις ΗΠΑ η προάσπιση και μοναδική ανθεκτικότητα των ατομικών ελευθεριών αποτελεί την καρδιά του αμερικανικού ονείρου. Αποτελεί ίσως την καρδιά ενός αμερικανικού ειδυλλίου που ενέπνεε και συνεχίζει να εμπνέει κάθε φιλελεύθερο ανά τον κόσμο άτομο.
Ο νόμος δεν προϋποθέτει ούτε εισαγγελική εντολή ούτε καν βάσιμη υποψία πως ο παρακολουθούμενος στόχος συνδέεται με τρομοκρατικά δίκτυα, παρέχοντας έτσι μία ευρύτατα και δύσκολα ελέγξιμη διακριτική ευχέρεια στην αμερικανική αντικατασκοπεία.
Ουσιαστικά, ο πρόσφατος αυτός νόμος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πανηγυρική νομιμοποίηση του προγράμματος μυστικών παρακολουθήσεων πολιτών, που ο λευκός οίκος έτρεχε από την πίσω πόρτα ήδη από το 2002. Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση πάντως είναι η προθυμία πολλών δημοκρατικών γερουσιαστών και συγκλητικών να στηρίξουν μια νομοθετική τροποποίηση αμφιβόλου ηθικής και συνταγματικότητας. Χωρίς τη συνδρομή τους ο νόμος δε θα περνούσε και προβληματίζει το ότι οι ενστάσεις τους πριν την τροποποίηση εξαντλούνταν στο οτι οι παρακολουθήσεις αυτές βρίκονταν σε αντίθεση με τις τότε προβλέψεις της FISA και όχι με αυτές της Αμερικανικής Χάρτας Δικαιωμάτων.
Το γεγονός αυτό δεν τιμά φυσικά ούτε τη ρεπουμπλικανική ηγεσία, η οποία κραδαίνοντας τον κίνδυνο ενός νέου τρομοκρατικού χτυπήματος ουσιαστικά εξεβίασε και πέτυχε μία προβληματική νομοθετική πράξη, ούτε όμως και τους δημοκρατικούς, οι οποίοι ενέδωσαν και μάλιστα επιδεικνύοντας μία εντυπωσιακή πρεμούρα... προφανώς φοβούμενοι πως θα κατηγορούνταν ως λιγότερο πατριώτες, ακόμα και ως εθνικοί μειοδότες.
Τι σημαίνει όμως αυτό για το καθεστώς των ατομικών δικαιωμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες; Η ζημιά κατά πως φαίνεται δεν είναι και τόσο μεγάλη όσο πιθανώς εμφανίζεται από εγχώριους και υπερατλαντικούς επικριτές. Όπως υποστηρίζει σε πρόσφατη αρθογραφία του στους Financial Times ο Geoffrey Stone, καθηγητής νομικής στο University of Chicago, η πρόσφατη αυτή οπισθοδρόμιση πρέπει να ειδωθεί εντός ολόκληρου του ιστορικού της context: Πολλές φορές λοιπόν στο παρελθόν η αμερικανική πολιτική ηγεσία είχε βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να περιστείλει τις ατομικές ελευθερίες χωρίς όμως κάτι τέτοιο να πληγώσει ανεπανόρθωτα το αμερικανικό φιλελεύθερο ιδεώδες.
Χαρακτηριστικά, το 1798 οι οπαδοί της Ομοσπονδίας χρησιμοποίησαν μία σε μεγάλο βαθμό κίβδηλη απειλή γαλλικής εισβολής προκειμένου να περάσουν την Sedition Act του 1798, η οποία καθιστούσε έγκλημα την άσκηση κριτικής κατά του προέδρου, του κονγκρέσσου ή της κυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου ο πρόεδρος Abraham Lincoln σε οχτώ διαφορετικές περιπτώσεις ανέστειλε το δικαίωμα του habeas corpus και το κογκρέσσο προσέτρεξε χωρίς ενδοιασμούς να εγκρίνει τις πράξεις του. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ο W.Wilson εξώθησε μαζικά το κονγκρέσσο να ενεργοποιήσει την Sedition Act του 1918, η οποία ποινικοποιούσε την κριτική ενάντια στον πόλεμο, τη στρατολογία, τη σημαία, τη στολή ή την κυβέρνηση. Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο πάλι το Κονγκρέσσο επικύρωσε ελαφρόκαρδα την απόφαση του προέδρου Franklin D. Roosevelt να εγκλείσει, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφαλείας, 120.000 άτομα ιαπωνικής καταγωγής, το ένα τρίτο των οποίων ήταν και πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών. Λίγα χρόνια αργότερα, στο αποκορύφωμα του μακκαρθισμού, ένα υστερικό Κονγκρέσσο ενεργοποιούσε την McCarran Act του 1950, μια από τις σοβαρότερες επιθέσεις στην ελευθερία έκφρασης και συνένωσης στην αμερικανική ιστορία.
Παρόλο όμως το βαρύτατο ιστορικό περιστολής των ατομικών ελευθεριών, η σημερινή τους κατάσταση εμφανίζεται εντυπωσιακά σταθερή και δυνατή! Ενώ σήμερα η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση έχοντας ανά τον κόσμο ανοικτά και αιματηρά πολεμικά μέτωπα, πουθενά δεν παρατηρείται εγκλεισμός αμερικανών μουσουλμάνων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αναστολή του habeas corpus για αμερικανούς πολίτες ή απαγόρευση της κριτικής ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ. Μπορεί αυτά να μας φαίνονται κεκτημένα και αυτονόητα, όμως αν το σκεφτούμε λίγο καλύτερα θα διαπιστώσουμε πως η κρατική επέμβαση στην ατομική σφαίρα των πολιτών μετά την 11η Σεπτεμβρίου υπήρξε μάλλον μετριοπαθής και περιορισμένη. Και αυτό τη στιγμή που ο πειρασμός ήταν και παραμένει μεγάλος.
Η παραπάνω εγκράτεια οφείλεται, πάντα σύμφωνα με τον κο Geoffrey Stone, σε δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, οι αμερικάνοι εκλαμβάνουν τις ατομικές τους ελευθερίες ως μέρος του ειδυλλίου τους με την Αμερική. Επομένως παρόλο που είναι ακόμα πρόθυμοι να κάνουν ασύνετες θυσίες στην προσπάθεια τους να περιφρουρήσουν την εθνική τους ασφάλεια, η ευαισθησία τους απέναντι στις θυσίες αυτές είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Έπειτα, ομάδες πίεσης όπως η American Civil Liberties Union παίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κανόνων συζήτησης. Με την σθεναρή τους αντίσταση ακόμα και σε ήπιους περιορισμούς της κυβέρνησης, έχουν κατορθώσει να την αποτρέψουν από το να αποτολμήσει δραστικότερα μέτρα περιστολής των ελευθεριών. Ο αμερικανικός λαός έχει ευαισθητοποιηθεί πλέον και συζητάει τέτοια θέματα ανοικτά, θέτοντας τα χωρίς κάποιο σύμπλεγμα στον διάλογο προεδρικής διαδοχής και απαιτόντας συνεπή και διάφανη στάση εκ μέρους των κυβερνώντων.
Η σχετικά πρόσφατη αναθεώρηση της Fisa πέραν τών οποιων αρνητικών πλευρών της μας δείχνει λοιπόν και την εξής θετική και διαχρονική πλευρά: πως στις ΗΠΑ η προάσπιση και μοναδική ανθεκτικότητα των ατομικών ελευθεριών αποτελεί την καρδιά του αμερικανικού ονείρου. Αποτελεί ίσως την καρδιά ενός αμερικανικού ειδυλλίου που ενέπνεε και συνεχίζει να εμπνέει κάθε φιλελεύθερο ανά τον κόσμο άτομο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου