Σε πρόσφατη αρθογραφία τους, οι Ray Fisman και Eric Werker, καθηγητές στο πανεπιστήμιο του Columbia και του Harvard αντίστοιχα, έρχονται να εισφέρουν μία ριζοσπαστική για τα έως τώρα δεδομένα πολιτική πρόταση: την ιδιωτικοποίηση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Γνώση του άρθρου "Local Company Politics: A Proposal" έλαβα από έναν φίλο, με αρχικό αποστολέα τον κο Αριστείδη Χατζή, επίκουρο καθηγητή Φιλοσοφίας του Δικαίου, και θεωρώ πως η συγκεκριμένη πρόταση – με τα όσα θετικά και αρνητικά της – παρέχει φρέσκο νερό στον μύλο του δημοσίου διαλόγου και γι' αυτό αξίζει προβολής.
Εντοπίζοντας την διαφθορά του πολιτικού συστήματος και την κακοδιοίκηση ως τροχοπέδη της οικονομικής ανάπτυξης, ιδίως στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι συγγραφείς θέτουν την εξής καινοτόμο πρόταση: Να δίνεται η δυνατότητα σε εθνικές ή πολυεθνικές εταιρίες να κατεβαίνουν στις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης, παράλληλα με κόμματα και φυσικά πρόσωπα, διεκδικώντας την ψήφο των δημοτών με συγκεκριμένες προτάσεις και συγκεκριμένο κόστος υλοποίησης αυτών.
Εν ολίγοις δηλαδή να μπορεί η Ernst & Young να θέτει υποψηφιότητα για τον δήμο του Μοντεβιδέο, της Μανίλα ή της Καβάλας και από τη στιγμή που εκλεγεί να έχει την ίδια ατζέντα και δέσμη υποχρεώσεων με αυτές ενός οποιουδήποτε δημάρχου: πρόσληψη και απόλυση προσωπικού, συλλογή δημοτικών τελών, πληρωμή υπαλλήλων, ανάθεση δημοσίων έργων και εν γένει κατάρτιση προϋπολογισμού και τοπική ανάπτυξη.
Τα οφέλη από μία τέτοια διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος θα μπορούσαν να είναι πολλαπλά. Πρωταρχικό όφελος θα αποτελούσε η μείωση της διαφθοράς, καθώς μία εταιρία ήδη υποχρεούται σε δημόσια έκθεση πεπραγμένων, μέσω εξονυχιστικού ελέγχου τόσο από πλευράς δημοσίου και ΜΜΕ όσο και γενικότερα από την κοινωνία των πολιτών. Επίσης τα τοπικά - πελατειακά δίκτυα θα μπορούσαν να χτυπηθούν, καθώς οι δημόσιες αναθέσεις από μία εταιρική μορφή γίνονται με αντικειμενικά κριτήρια και όχι βάσει δικτύων γνωριμιών.
Πέραν τούτου, θα περιορίζονταν δραστικά τα όποια ψηφοθηρικά φαινόμενα που παρατηρούνται λόγω του εναγκαλισμού τοπικών πολιτευτών και κομμάτικών μηχανισμών, όπως για παράδειγμα διορισμός άχρηστων δημοτικών υπαλλήλων ή διαγραφή οφειλών τοπικών επιχειρήσεων προς τον δήμο λίγους μόλις μήνες πριν από τις εθνικές εκλογές. Και ως προς την επίτευξη του εταιρικού σκοπού, που δεν είναι άλλος από τη μεγιστοποίηση του κέρδους, αυτό θα ήταν εφικτό και με το παραπάνω μέσω εξορθολογισμού των δημοτικών δαπανών και εφαρμογής αποτελεσματικών είσπρακτικών πρακτικών. Η εφαρμογή ενός τέτοιου μοντέλου είναι ικανή να επιφέρει μια γενικότερη αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του σχεσιοκρατικού ψευδοκαπιταλιστικού μοντέλου, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Ο ιδιωτικός τομέας άλλωστε έχει δοκιμαστεί και επιτύχει θεαματικά σε πεδία όπως οι δημόσιες υποδομές, οι μεταφορές ή η μηχανοργάνωση της δημόσιας διοίκησης. Στο άρθρο υποστηρίζεται πως αξίζει να δοκιμαστεί και στα άδυτα των αδύτων του δημόσιου βίου, την πολιτική. Το αρθράκι είναι πραγματικά αξιόλογο, όπως αξιόλογη είναι και η εξαιρετικά εύστοχη κριτική που του ασκείται από τον Niall Ferguson, επίσης καθηγητή του πανεπιστημίου του Harvard.
Σε κάθε περίπτωση η παραπάνω πρόταση, όσο παράτολμη κι αν ακούγεται, αξίζει να τεθεί στο δημόσιο τραπέζι και να προστεθεί σε έναν ευρύτερο διάλογο μετεξέλιξης της δημόσιας διοίκησης προς στην κατεύθυνση του “business of politics”, όπου γίνονται πλέον εμφανείς αναλογίες οπώς αυτές ψηφοφόρων - μετόχων, κυβερνήσεων - διοικητικών συμβουλίων, προσφοράς δημόσιων - ιδιωτικών υπηρεσιών. Μια τάση την οποία οι ως τώρα οι κυβερνόντες σκέφτονται και συζητούν μεν, υπογείως δε, φοβούμενοι ίσως το φάσμα ενός υπερτιμημένου πολιτικού κόστους.